- κηρωτομάλαγμα
- κηρωτο-μάλαγμα [μᾰ], ατος, τό,A wax plaster, Id.13.1006.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρωτομάλαγμα — κηρωτομάλαγμα, τὸ (Α) έμπλαστρο από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + μάλαγμα (μαλάσσω)] … Dictionary of Greek
κηρωτομαλάγματα — κηρωτομάλαγμα wax plaster neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)